- στροβιλοαντιδραστήρας
- ο, Ν1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» — στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που συνεπάγεται μικρό λόγο βάρους προς ώσηβ) «στροβιλοαντιδραστήρας κατευθυνόμενης ώσεως» — στροβιλοαντιδραστήρας τού οποίου τα κατευθυνόμενα ακροφύσια επιτρέπουν τον προσανατολισμό τής δέσμης τών θερμών καυσαερίων προς τα πίσω ή προς τα κάτω, ενώ οι ενδιάμεσες θέσεις χρησιμοποιούνται κατά τη μεταβατική φάση μεταξύ κατακόρυφης και οριζόντιας πτήσης ή αντίστροφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + αντιδραστήρας].
Dictionary of Greek. 2013.